καλυκοειδής

καλυκοειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που μοιάζει με κάλυκα: Το σχήμα του είναι καλυκοειδές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλυκοειδής — ές (Α καλυκοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κάλυκα ή ο όμοιος με κάλυκα νεοελλ. φρ. «καλυκοειδή ή λαγυνοειδή κύτταρα» κύτταρα, τα οποία μαζί με τα κυλινδρικά αποτελούν το επιθήλιο τού βλεννογόνου υμένα τού λεπτού εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ,… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • παρμελία — (parmelia). Γένος λειχήνων της οικογένειας των παρμελιιδών. Ο φυλλοειδής θαλλός τους έχει λοβούς με εντομές και είναι λευκόφαιος, κιτρινωπός ή λευκοπράσινος. Ο λειχήνας είναι χαλαρά ή σφιχτά προσκολλημένος στο υπόστρωμά του. Αριθμεί περίπου 700… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”